🇬🇷 el en 🇬🇧

ατομική βόμβα

  • βόμβα τρομακτικής εκρηκτικής ισχύος, η λειτουργία της οποίας βασίζεται στη διάσπαση του ατόμου του ουρανίου και του πλουτωνίου
atomic bomb, A-bomb, atom bomb
Wiktionary Links